ὑδριαφόρος

ὑδριαφόρος
ὑδρ-ιᾱφόρος, ,
A pitchercarrier, Ar.Ec.738, Poll.3.55.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδριαφόρος — ον, Α 1. (ιδίως για τις γυναίκες τών μετοίκων κατά την πομπή τών Παναθηναίων) αυτός που μεταφέρει υδρία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδριαφόροι (κατά τον Ησύχ.) μέτοικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ὑδριαφόρε — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόροι — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόρον — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόρους — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”